επεξεργαστικός

επεξεργαστικός
η , ό[ν]
1) обрабатывающий, отделывающий, доделывающий (статью и т. п.); 2) разрабатывающий, вырабатывающий (план и т. п.); 3) перерабатывающий (сырьё и т. п.); 4) способствующий пищеварению

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επεξεργαστικός" в других словарях:

  • ἐπεξεργαστικός — conclusive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεξεργαστικός — ή, ό (AM ἐπεξεργαστικός, ή, όν) ο ικανός ή κατάλληλος για επεξεργασία μσν. λεπτομερής …   Dictionary of Greek

  • επεξεργαστικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός για επεξεργασία, που συντελεί σ αυτή, που την υποβοηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπεξεργαστικώτερον — ἐπεξεργαστικός conclusive adverbial comp ἐπεξεργαστικός conclusive masc acc comp sg ἐπεξεργαστικός conclusive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργαστικῶς — ἐπεξεργαστικός conclusive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργαστικώτερα — ἐπεξεργαστικός conclusive neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»